Νοτιοαμερικανίδα
Greek
Noun
Νοτιοαμερικανίδα • (Notioamerikanída) f (plural Νοτιοαμερικανίδες, masculine Νοτιοαμερικανός)
- South American (a female person from South America or of South American ethnicity).
Declension
declension of Νοτιοαμερικανίδα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | Νοτιοαμερικανίδα • | Νοτιοαμερικανίδες • |
genitive | Νοτιοαμερικανίδας • | Νοτιοαμερικανίδων • |
accusative | Νοτιοαμερικανίδα • | Νοτιοαμερικανίδες • |
vocative | Νοτιοαμερικανίδα • | Νοτιοαμερικανίδες • |
Related terms
- see: Αμερική f (Amerikí, “America”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.