Μητροπολίτης
See also: μητροπολίτης
Greek
Alternative forms
- μητροπολίτης m (mitropolítis)
Etymology
From Ancient Greek μητροπολίτης (mētropolítēs).
Declension
declension of Μητροπολίτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | Μητροπολίτης • | Μητροπολίτες • |
genitive | Μητροπολίτη • | Μητροπολιτών • |
accusative | Μητροπολίτη • | Μητροπολίτες • |
vocative | Μητροπολίτη • | Μητροπολίτες • |
Coordinate terms
- see: επίσκοπος m (epískopos, “bishop”)
Further reading
- Μητροπολίτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.