Ανατολίτης
Greek
Noun
Ανατολίτης • (Anatolítis) m (plural Ανατολίτες, feminine Ανατολίτισσα)
Declension
declension of Ανατολίτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | Ανατολίτης • | Ανατολίτες • |
genitive | Ανατολίτη • | Ανατολιτών • |
accusative | Ανατολίτη • | Ανατολίτες • |
vocative | Ανατολίτη • | Ανατολίτες • |
Related terms
- see: Ανατολία f (Anatolía, “Anatolia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.